ξεσβέρκωμα

ξεσβέρκωμα
και ξεσβέρκιασμα, το [ξεσβερκώνομαι / ξεσβερκιάζομαι]
1. πόνος τών μυών τού τραχήλου από υπερβολική κούραση
2. εξάρθρωση τού λαιμού, τού σβέρκου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξεσβέρκιασμα — το βλ. ξεσβέρκωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεσβέρκιασμα — ξεσβέρκιασμα, το και ξεσβέρκωμα, το, ατος ο πόνος του σβέρκου από κούραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”